Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ἱμ άτια

См. также в других словарях:

  • Ατία — Μυθολογικό προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Η πρεσβύτερη (; – 43 π.χ.) Κόρη της Ιουλίας, αδελφής του Καίσαρα, και του Μάρκου Ατίου Βάλβου. Από τον πρώτο γάμο της με τον Γάιο Οκτάβιο, πραίτορα το 61 π.Χ., γεννήθηκαν η Οκταβία η νεότερη και ο Γάιος …   Dictionary of Greek

  • Aghiatrias — is a Czech integrated music ensemble from Prague. The ensemble consists of composer Vladimír Hirsch and sound engineer Tom Saivon and was started in 1999 as an offshoot of their sympho industrial band Skrol. Their music is based on an integration …   Wikipedia

  • καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… …   Dictionary of Greek

  • κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… …   Dictionary of Greek

  • Οκτάβιος, Γάιος — (Gaius Octavius, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος συγκλητικός, που διετέλεσε χιλίαρχος, ταμίας, αγορανόμος και δικαστής. Το 68 π.Χ. έγινε πραίτορας. Υπήρξε πολύ πλούσιος, αλλά διακρίθηκε για την αυστηρότητα και τη δικαιοσύνη του. Αργότερα είχε σταλεί ως… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»