-
1 Τα άτια λακτίζονται, τα γαϊδούρια πληρώνουν
• Паны дерутся, а у холопов чубы трещатИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Τα άτια λακτίζονται, τα γαϊδούρια πληρώνουν
-
2 μετα-βάλλω
μετα-βάλλω (s. βάλλω), 1) umwerfen, schnell umdrehen; μετὰ νῶτα βαλών, als Tmesis, vom Fliehenden, der den Rücken schnell umgewandt hat, Il. 8, 94; übh. umwenden, ändern, χαλεπῶς ὀργὰς μεταβάλλουσι, Eur. Med. 121; φαεννὰς ἄστρων μεταβάλλει ὁδοὺς Ζεύς, El. 728 u. öfter; auch μορφὴν ἐμὴν μετέβαλον εἰς ἀνδρὸς φύσιν, Bacch. 54; u. μεταβαλὼν ἄλλους τρόπους, andere Sitten angenommen habend, I. A. 348; vgl. Ar. Plut. 36, τοὺς τρόπους μεταβ., die Sitten ändern, u. μεταβάλλεσϑαι τοὺς τρόπους, seine Sitten, sich in den Sitten ändern, Vesp. 1461; so auch im med. Soph., τίς οὖν ἂν ἀξίαν – μεταβάλοιτ' ἂν ὧδε σιγὰν λόγων, El. 1253, das Stillschweigen mit der Rede vertauschen; τὸ οὔνομα, den Namen ändern, Her. 1, 57, öfter; auch οἱ Βρίγες τὸ οὔνομα μετέβαλον εἰς Φρύγας, 7, 73, u, τὰς φυλὰς μετέβαλε ἐς ἄλλα ὀνόματα, d. i. er veränderte ihre Namen, 5, 68; ἑαυτὸν ἐπὶ τὸ βέλτιον, steh zum Bessern umwandeln, Plat. Rep. II, 381 b; neben ἀλλοιόω, ibd.; τοὺς νόμους u. ä. oft; auch μεταβάλλει παντοίας μεταβολάς, Legg. X, 903 d, öfter; auch so, daß nur der neue Zustand, in den Etwas umgeändert wird, ausgedrückt ist, εἶδος καινὸν μουσικῆς μεταβάλλειν, durch Umänderung eine neue Art herstellen, Rep. IV, 424 c, vgl. VII, 535 d; ἡ πόλις ἄλλον ἐξ ἄλλου μεταβάλλουσα τύραννον, Plut. Timol. 1. – Med. sich verändern, ἱμ άτια, seine Kleider wechseln, Xen. Mem. 1, 6, 6; μεταβαλλόμενος λέγεις, mit veränderter Ansicht sagst du, Plat. Gorg. 481 e; auch vom Waarenumtausch, Soph. 223 d Legg. VIII, 849 d; vgl. μεταβαλλόμενοι ἐν τῇ ἀγορᾷ, Xen. Mem. 3, 7, 6. – Aber bei Xen. im Ggstz von προβάλλεσϑαι ὅπλα, den Schild auf den Rücken werfen, wie man auf der Flucht thut, An. 6, 3, 16; auch τὸ δόρυ εἰς τοὔπισϑεν μεταβαλλόμενον διώκειν, de re equ. 8, 10. – 2) häufig intrans., so daß man ἑαυτόν ergänzen kann, sich umwenden, verändern, umschlagen, μετέβαλον εἰς εὐνομίην, Her. 1, 65, μεταβαλὼν πρὸς Ἀϑηναίους, 8, 109; ὅταν ἑστὸς ἐπὶ τὸ κινεῖσϑαι μεταβάλλῃ, Plat. Parm. 156 c; ἀναγκάσει μεταβάλλειν αὖ ϑἄτερον ἐπὶ τοὐναντίον τῆς αὑτοῦ φύσεως, Soph. 255 a; μεταβάλλει ἐξ ὀλιγαρχίας εἰς δημοκρατίαν, Rep. VIII, 553 a, öfter; dah. das partic. oft durch »umgekehrt«, »dagegen« übersetzt werden kann, ὃς ἄν τινι ἡμῶν ᾡ φαίνεται καὶ ἔστι κακὰ μεταβάλλων ποιήσῃ ἀγαϑὰ φαίνεσϑαι καὶ εἶναι, Theaet. 166 d, vgl. Conv. 204 e; ἐκ τούτου μεταβαλὼν εἶπε, Xen. Hell. 4,. 3, 13. So übertr. od. absol. auch Isocr. 4, 125, τοσοῦτον μεταβεβλήκασι; Folgde; μεταβάλλει καὶ μεϑίσταται τὰ κατὰ τὰς πολιτείας, Pol. 6, 9, 10; ἅμα τῷ τὴν ὥραν μεταβάλλειν, 3, 78, 6; a. Sp. – Auch sc. χώραν, wegziehen, von den Zugvögeln, μεταβάλλουσι γὰρ ἐκ τῶν Σκυϑικῶν εἰς τὰ ἕλη τῆς Αἰγύπτου, Arist. H. A. 8, 12 u. A.; von den Ueberläufern, oft Plut.; – μεταβάλλειν τὴν τροφήν, die Speise verändern, d. i. verdauen, sp. Medic.; vgl. Plut. de cap. ex host. util. i. A. p. 271.
-
3 πολυχρηματία
πολυχρημ-ᾰτία, ἡ,A greatness of wealth, opp. εὐτέλεια, X.Smp.4.42, cf. Poll.3.110.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > πολυχρηματία
-
4 σπερματία
σπερμ-ᾰτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σπερματία
-
5 ἀγραμματία
ἀγραμμ-ᾰτία, ἡ,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀγραμματία
-
6 ἀκερματία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀκερματία
-
7 ἀχρηματία
ἀχρημ-ᾰτία, ἡ,A want of money, Th.1.11, D.H.7.24, Eus.Mynd.7.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχρηματία
-
8 ἰχνηλατία
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἰχνηλατία
См. также в других словарях:
Ατία — Μυθολογικό προσώπων της ρωμαϊκής εποχής. 1. Η πρεσβύτερη (; – 43 π.χ.) Κόρη της Ιουλίας, αδελφής του Καίσαρα, και του Μάρκου Ατίου Βάλβου. Από τον πρώτο γάμο της με τον Γάιο Οκτάβιο, πραίτορα το 61 π.Χ., γεννήθηκαν η Οκταβία η νεότερη και ο Γάιος … Dictionary of Greek
Aghiatrias — is a Czech integrated music ensemble from Prague. The ensemble consists of composer Vladimír Hirsch and sound engineer Tom Saivon and was started in 1999 as an offshoot of their sympho industrial band Skrol. Their music is based on an integration … Wikipedia
καμαρώνω — (AM καμαρῶ, όω, Μ και καμαρώνω) κατασκευάζω κάτι με καμάρα, με αψίδα ή σε σχήμα καμάρας, επιστεγάζω με καμάρα, με θόλο, με αψίδα, αψιδώνω (νεοελλ. μσν) 1. υπερηφανεύομαι, καυχιέμαι, επιδεικνύομαι, στέκω καμαρωτός, κορδώνομαι («καμαρώνει σαν… … Dictionary of Greek
κλοτσώ — (Μ κλοτσῶ, άω) [κλότσος] χτυπώ κάποιον ή κάτι με το πόδι μου, δίνω κλοτσιά σε κάποιον ή σε κάτι, λακτίζω («ήταν τόσο εξαγριωμένος ώστε άρχισε να κλοτσάει ό,τι έβρισκε μπροστά του») νεοελλ. 1. έχω τη συνήθεια να δίνω κλοτσιές («αυτό το άλογο δεν… … Dictionary of Greek
Οκτάβιος, Γάιος — (Gaius Octavius, 1ος αι. π.Χ.). Ρωμαίος συγκλητικός, που διετέλεσε χιλίαρχος, ταμίας, αγορανόμος και δικαστής. Το 68 π.Χ. έγινε πραίτορας. Υπήρξε πολύ πλούσιος, αλλά διακρίθηκε για την αυστηρότητα και τη δικαιοσύνη του. Αργότερα είχε σταλεί ως… … Dictionary of Greek